- υποζυγώ
- (I)-έω, Α [ὑποζύγιον](κατά τον Ησύχ.) (για ζώο) είμαι υποζύγιο.————————(II)-όω, Αμέσ. ὑποζυγοῡμαι, -όομαιμτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ζυγῶ «τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνδέω, συνάπτω, υποτάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.